βηματίζω — measure by paces pres subj act 1st sg βηματίζω measure by paces pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηματίζω — βηματίζω, βημάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βηματίζω — (AM βηματίζω) κάνω βήματα, βαδίζω αρχ. υπολογίζω απόσταση με βήματα … Dictionary of Greek
βηματίζω — ισα, βαδίζω, περπατώ χωρίς να έχω κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση: Βημάτιζε σκεφτικός πάνω κάτω στο δωμάτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βηματίζει — βηματίζω measure by paces pres ind mp 2nd sg βηματίζω measure by paces pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηματίσαι — βηματίζω measure by paces aor inf act βηματίσαῑ , βηματίζω measure by paces aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηματίσασθε — βηματίζω measure by paces aor imperat mid 2nd pl βηματίζω measure by paces aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβημάτιζον — βηματίζω measure by paces imperf ind act 3rd pl βηματίζω measure by paces imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβηματισμένη — βηματίζω measure by paces perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβημάτισται — βηματίζω measure by paces perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηματίζειν — βηματίζω measure by paces pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)